eloquence
e
ˈɛ
ε
loq
lək
λακ
uence
wəns
ουανσ
British pronunciation
/ˈɛləkwəns/

Ορισμός και σημασία του "eloquence"στα αγγλικά

01

ευφράδεια, ικανότητα παράδοσης σαφούς και ισχυρού μηνύματος

the ability to deliver a clear and strong message
example
Παραδείγματα
The politician 's eloquence captivated the audience and earned a standing ovation.
Η ευφράδεια του πολιτικού γοήτευσε το κοινό και του χάρισε θερμή υποδοχή.
Her eloquence in explaining complex topics made her a sought-after speaker.
Η ευφράδειά της στην εξήγηση πολύπλοκων θεμάτων την έκανε πολυπόθητη ομιλήτρια.

Λεξικό Δέντρο

eloquence
eloqu
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store