LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Elongated
/ɪlˈɒŋɡeɪtɪd/
/ɪˈɫɔŋɡeɪtəd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "elongated"
elongated
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
επίμηκες
long and thin, often more than expected or typical
elongate
02
επίμηκες
made longer in duration
extended
lengthened
prolonged
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App