Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Elocution
01
ευγλωττία, ρητορική τέχνη
a speaking style that involves controlling one's voice and having an accurate pronunciation
Λεξικό Δέντρο
elocutionist
elocution
elocute
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ευγλωττία, ρητορική τέχνη
Λεξικό Δέντρο