Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to elope
01
το σκάω, παντρεύομαι κρυφά
to run away secretly and marry one's partner
Intransitive
Παραδείγματα
Despite their families ' objections, the young couple decided to elope and get married.
Παρά τις αντιρρήσεις των οικογενειών τους, το νεαρό ζευγάρι αποφάσισε να φύγει κρυφά και να παντρευτεί.
Jane and John decided to elope and celebrate their love in a small chapel by the beach.
Η Jane και ο John αποφάσισαν να το σκάσουν και να γιορτάσουν την αγάπη τους σε ένα μικρό παρεκκλήσι δίπλα στην παραλία.



























