Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eloquently
01
ευφράδως, με ευγλωττία
in a way that expresses ideas or feelings clearly, persuasively, and with great effectiveness
Παραδείγματα
She spoke eloquently about the importance of education reform.
Μίλησε ευφράδεια για τη σημασία της μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης.
The author eloquently described the beauty of the natural world in her novel.
Η συγγραφέας ευγλωττία περιέγραψε την ομορφιά του φυσικού κόσμου στο μυθιστόρημά της.



























