Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
articulately
01
αρθρωτά, ευγλωττία
in a way that expresses ideas or feelings clearly and effectively
Παραδείγματα
She spoke articulately about the importance of climate change.
Μίλησε καθαρά και αποτελεσματικά για τη σημασία της κλιματικής αλλαγής.
The candidate answered all questions articulately during the interview.
Ο υποψήφιος απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις κατανοητά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
Λεξικό Δέντρο
inarticulately
articulately
articulate



























