Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
domestically
01
εσωτερικά, σε εθνικό επίπεδο
in a manner that relates to a country's own government matters
Παραδείγματα
The policy changes were discussed domestically, focusing on improving healthcare services for citizens.
Οι αλλαγές στην πολιτική συζητήθηκαν εγχώρια, με επίκεντρο τη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας για τους πολίτες.
Security measures were heightened domestically to address rising concerns about internal threats.
Τα μέτρα ασφαλείας ενισχύθηκαν εγχώρια για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ανησυχιών σχετικά με τις εσωτερικές απειλές.
02
οικιακά, σε σχέση με την οικογένεια
with respect to home or family



























