diverging
di
daɪ
νται
ver
ˈvɜr
βερρ
ging
ʤɪng
τζινγκ
British pronunciation
/da‍ɪvˈɜːd‍ʒɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "diverging"στα αγγλικά

01

αποκλίνων, διαφοροποιούμενος

differing or becoming increasingly different over time
example
Παραδείγματα
The company's goals became diverging, with each department focusing on separate targets.
Οι στόχοι της εταιρείας έγιναν αποκλίνοντες, με κάθε τμήμα να εστιάζει σε ξεχωριστούς στόχους.
Their diverging opinions on the issue led to a heated debate.
Οι αποκλίνουσες απόψεις τους για το θέμα οδήγησαν σε μια έντονη συζήτηση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store