Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
divergently
01
αποκλίνοντας, με διαφορετικό τρόπο
in a manner that deviates or differs significantly from a given path, course, or viewpoint
Παραδείγματα
The roads divergently led to different destinations.
Οι δρόμοι αποκλίνονταν οδηγώντας σε διαφορετικούς προορισμούς.
The opinions of the team members divergently differed on the issue.
Οι απόψεις των μελών της ομάδας διέφεραν σημαντικά σε αυτό το θέμα.
Λεξικό Δέντρο
divergently
divergent
diverge



























