diversified
di
daɪ
νται
ver
ˈvɜr
βερρ
si
σα
fied
ˌfaɪd
φαιντ
British pronunciation
/da‍ɪvˈɜːsɪfˌa‍ɪd/

Ορισμός και σημασία του "diversified"στα αγγλικά

diversified
01

διαφοροποιημένος, ποικίλος

including a variety of different elements or components
example
Παραδείγματα
The investor's portfolio was diversified with a mix of stocks, bonds, and real estate to minimize potential losses.
Το χαρτοφυλάκιο του επενδυτή ήταν διαφοροποιημένο με ένα μείγμα μετοχών, ομολόγων και ακινήτων για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανές απώλειες.
The company's product line was diversified to include offerings catering to various market segments, reducing reliance on any single product.
Η γκάμα προϊόντων της εταιρείας διαφοροποιήθηκε για να περιλαμβάνει προσφορές που απευθύνονται σε διάφορα τμήματα της αγοράς, μειώνοντας την εξάρτηση από οποιοδήποτε μεμονωμένο προϊόν.

Λεξικό Δέντρο

undiversified
diversified
diversify
divers
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store