Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dismissive
01
περιφρονητικός, απαξιωτικός
showing a lack of interest or respect by ignoring or minimizing someone or something's importance
Παραδείγματα
His dismissive tone suggested he did n't value her opinion.
Ο περιφρονητικός του τόνος υποδήλωνε ότι δεν εκτίμησε τη γνώμη της.
She gave him a dismissive wave, indicating she was n't interested in further discussion.
Του έκανε μια αποδοκιμαστική κίνηση, δείχνοντας ότι δεν ενδιαφερόταν για περαιτέρω συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
dismissive
dismiss
miss



























