Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Departed
01
απεβίωσε, τεθνεώς
someone who is no longer alive
departed
Παραδείγματα
The departed king was remembered for his fairness and compassion.
Ο αποθανών βασιλιάς θυμόταν για τη δικαιοσύνη και τη συμπόνια του.
We gathered to honor the memory of our dearly departed friend.
Συγκεντρωθήκαμε για να τιμήσουμε τη μνήμη του αγαπημένου μας αποβιώσαντος φίλου.
02
πρώην, περασμένος
well in the past; former



























