Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
debasing
01
εξευτελιστικός, υποτιμητικός
causing a decrease in value, dignity, or quality
Παραδείγματα
The debasing comments from the coach hurt the player's confidence.
Τα υποτιμητικά σχόλια του προπονητή έβλαψαν την αυτοπεποίθηση του παίκτη.
The debasing effects of the scandal were felt by everyone in the community.
Τα ταπεινωτικά αποτελέσματα του σκανδάλου έγιναν αισθητά από όλους στην κοινότητα.
Λεξικό Δέντρο
debasing
debase
base



























