Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
degrading
Παραδείγματα
The degrading treatment of the workers sparked public outrage.
Η ταπεινωτική μεταχείριση των εργαζομένων προκάλεσε δημόσια οργή.
He found the task degrading and refused to continue.
Βρήκε την εργασία εξευτελιστική και αρνήθηκε να συνεχίσει.
02
εξευτελιστικός, αποδιοργανωτικός
harmful to the mind or morals
Λεξικό Δέντρο
degrading
degrade



























