LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Degrading
/dɪɡɹˈeɪdɪŋ/
/dɪˈɡɹeɪdɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "degrading"
degrading
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
used of conduct; characterized by dishonor
02
harmful to the mind or morals
Παράδειγμα
Torture
and
cruel
,
inhuman
,
or
degrading
treatment
or
punishment
are
prohibited
under
international
human rights
law
,
emphasizing
the
right
to
be
free
from
such
abuse
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App