Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
humiliating
01
ταπεινωτικός, ντροπιαστικός
causing someone to feel embarrassed or degraded, often in front of others
Παραδείγματα
The humiliating defeat in the game left the team feeling demoralized.
Η ταπεινωτική ήττα στο παιχνίδι άφησε την ομάδα αποθαρρυμένη.
Receiving a humiliating rejection letter from the job interview was a blow to his confidence.
Η λήψη ενός εξευτελιστικού γράμματος απόρριψης από τη συνέντευξη εργασίας ήταν ένα χτύπημα στην αυτοπεποίθησή του.
Λεξικό Δέντρο
humiliatingly
humiliating
humiliate



























