Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hummock
01
μικρός λόφος, μικρό ύψωμα
a small, raised area of earth, usually found in flat places
Παραδείγματα
A small hummock appeared in the middle of the meadow, covered in wildflowers.
Ένας μικρός λοφίσκος εμφανίστηκε στη μέση του λιβαδιού, καλυμμένος με άγρια λουλούδια.
The rabbits often hide near the hummock, as it provides some shelter from predators.
Τα κουνέλια συχνά κρύβονται κοντά στον μικρό λόφο, καθώς προσφέρει κάποια προστασία από τα αρπακτικά.



























