Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Humorist
01
χιουμορίστας, κωμικός
someone who is known for writing or telling humorous stories or jokes about real people and events
Παραδείγματα
The humorist used exaggerated scenarios to poke fun at modern technology.
Ο χιουμορίστας χρησιμοποίησε υπερβολικά σενάρια για να κοροϊδεύει τη σύγχρονη τεχνολογία.
His reputation as a leading humorist grew with each satirical article he published.
Η φήμη του ως κορυφαίου χιουμορίστα αυξήθηκε με κάθε σατιρικό άρθρο που δημοσίευσε.
Λεξικό Δέντρο
humorist
humor



























