Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
humorously
01
με χιούμορ, χιουμοριστικά
in a way that is funny or causes amusement
Παραδείγματα
He responded humorously to the awkward question.
Απάντησε με χιούμορ στην άβολη ερώτηση.
The story was humorously exaggerated for effect.
Η ιστορία ήταν χιουμοριστικά υπερβολική για εντυπωσιασμό.



























