Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
playfully
01
παιχνιδιάρικα, αστειευόμενος
in a lively, fun-loving way that shows a desire to play or joke around
Παραδείγματα
The children splashed water at each other playfully.
Τα παιδιά πετούσαν νερό το ένα στο άλλο παιχνιδιάρικα.
He tugged on her braid playfully before running off.
Τράβηξε παιχνιδιάρικα την πλεξούδα της πριν τρέξει μακριά.
02
παιχνιδιάρικα, αστειευόμενος
in a humorous or non-serious way, often meant to tease or amuse
Παραδείγματα
He playfully challenged her to a race down the hallway.
Την παιχνιδιάρικα προκάλεσε σε έναν αγώνα στο διάδρομο.
She nudged him playfully and rolled her eyes.
Τον σκούντηξε παιχνιδιάρικα και γύρισε τα μάτια της.
Λεξικό Δέντρο
playfully
playful
play



























