Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jokingly
01
αστειευόμενος, με αστείο τρόπο
in a playful or humorous manner
Παραδείγματα
He jokingly said he was the boss of the office.
Είπε αστειευόμενος ότι ήταν το αφεντικό του γραφείου.
She jokingly threatened to eat all the cookies.
Απειλήθηκε αστειευόμενη ότι θα φάει όλα τα μπισκότα.
Λεξικό Δέντρο
jokingly
joking



























