Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jestingly
01
αστειευόμενος, με αστείο τρόπο
in a humorous or playful manner
Παραδείγματα
He jestingly claimed to have discovered a new planet.
Παιχνιδιάρικα ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε έναν νέο πλανήτη.
She jestingly offered to rewrite the whole report herself.
Εκείνη αστειευόμενη προσφέρθηκε να ξαναγράψει ολόκληρη την έκθεση μόνη της.
Λεξικό Δέντρο
jestingly
jesting
jest



























