Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jokey
01
αστείος, χιουμοριστικός
intended to be humorous
Παραδείγματα
He made a jokey comment about the weather.
Έκανε ένα αστείο σχόλιο για τον καιρό.
The tone of the article was too jokey for the subject.
Ο τόνος του άρθρου ήταν πολύ αστείος για το θέμα.



























