LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Debasing
/dɪbˈeɪsɪŋ/
/dɪˈbeɪsɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "debasing"
debasing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
used of conduct; characterized by dishonor
word family
base
base
Verb
debase
Verb
debasing
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
debaser
debasement
debased
debase
debarment
debatable
debate
debater
debating society
debauch
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App