Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to covet
01
επιθυμώ παθιασμένα, λαχταρώ
to have an intense and often inappropriate desire to possess something that belongs to someone else
Transitive: to covet sth
Παραδείγματα
She covets her neighbor's luxurious car and dreams of owning one.
Αυτή επιθυμεί πολύ το πολυτελές αυτοκίνητο του γείτονά της και ονειρεύεται να έχει ένα.
He has a tendency to covet the success of his colleagues rather than celebrating it.
Έχει την τάση να επιθυμεί την επιτυχία των συναδέλφων του παρά να την γιορτάζει.
Λεξικό Δέντρο
coveted
covet



























