Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
covertly
01
κρυφά, λαθραία
with the intention of keeping actions, plans, or operations secret
Παραδείγματα
The intelligence agency operated covertly to gather information on the enemy.
Η υπηρεσία πληροφοριών λειτούργησε κρυφά για να συλλέξει πληροφορίες για τον εχθρό.
The undercover agent observed the criminal activities covertly.
Ο μυστικός πράκτορας παρατήρησε τις εγκληματικές δραστηριότητες κρυφά.
Λεξικό Δέντρο
covertly
covert



























