Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coveted
01
πολυπόθητος, επιθυμητός
strongly desired by many people
Παραδείγματα
The coveted award was presented to the top performer of the year.
Το πολυπόθητο βραβείο απονεμήθηκε στον κορυφαίο ερμηνευτή της χρονιάς.
The coveted trophy was awarded to the winning team of the championship.
Το πολυπόθητο τρόπαιο απονεμήθηκε στην ομάδα που κέρδισε το πρωτάθλημα.
Λεξικό Δέντρο
coveted
covet



























