Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
airily
01
ελαφρά, αδιάφορα
in a manner that shows a lack of concern or seriousness
Παραδείγματα
She waved airily and walked off without waiting for a reply.
Χαϊδέψει απερίσκεπτα και περπάτησε μακριά χωρίς να περιμένει απάντηση.
He answered airily, as if the problem did n't affect him at all.
Απάντησε απερίσκεπτα, σαν το πρόβλημα να μην τον επηρέαζε καθόλου.
Λεξικό Δέντρο
airily
airy
air



























