Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Airline
01
αεροπορική εταιρεία, αερογραμμή
a company or business that provides air transportation services for people and goods
Παραδείγματα
He always flies with the same airline to accumulate loyalty points.
Πετά πάντα με την ίδια αεροπορική εταιρεία για να συγκεντρώνει πόντα αφοσίωσης.
She chose the airline because of its reputation for excellent customer service.
Επέλεξε την αεροπορική εταιρεία λόγω της φήμης της για εξαιρετική εξυπηρέτηση πελατών.
02
σωλήνας αέρα, αεραγωγός
a hose that carries air under pressure
Λεξικό Δέντρο
airline
air
line



























