Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
airheaded
01
αφηρημένος, κενόκέφαλος
lacking intelligence or not taking things seriously
Παραδείγματα
Her airheaded remarks during the meeting suggested a lack of focus on the important agenda items.
Τα απερίσκεπτα σχόλιά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης υποδήλωναν έλλειψη εστίασης στα σημαντικά θέματα της ημερήσιας διάταξης.
The airheaded character in the comedy film provided comic relief with their lighthearted and silly behavior.
Ο αεροκέφαλος χαρακτήρας στην κωμική ταινία παρείχε κωμική ανακούφιση με την ανέμελη και ανόητη συμπεριφορά του.



























