airheaded
air
ˈɛr
ερ
hea
χε
ded
dɪd
ντιντ
British pronunciation
/ˈeəhedɪd/

Ορισμός και σημασία του "airheaded"στα αγγλικά

01

αφηρημένος, κενόκέφαλος

lacking intelligence or not taking things seriously
example
Παραδείγματα
Her airheaded remarks during the meeting suggested a lack of focus on the important agenda items.
Τα απερίσκεπτα σχόλιά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης υποδήλωναν έλλειψη εστίασης στα σημαντικά θέματα της ημερήσιας διάταξης.
The airheaded character in the comedy film provided comic relief with their lighthearted and silly behavior.
Ο αεροκέφαλος χαρακτήρας στην κωμική ταινία παρείχε κωμική ανακούφιση με την ανέμελη και ανόητη συμπεριφορά του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store