airfare
air
ˈɛr
ερ
fare
ˌfɛr
φερ
British pronunciation
/ˈeəˌfɛə/

Ορισμός και σημασία του "airfare"στα αγγλικά

01

το εισιτήριο αεροπλάνου, το κόστος πτήσης

the price of a flight
airfare definition and meaning
example
Παραδείγματα
The airfare to Paris was surprisingly affordable during the off-peak season.
Το έναρμα αεροπορικού εισιτηρίου για το Παρίσι ήταν εκπληκτικά προσιτό κατά την αδύναμη περίοδο.
He compared airfare from multiple airlines to find the best deal.
Σύγκρινε τις τιμές αεροπορικών εισιτηρίων από πολλές αεροπορικές εταιρείες για να βρει την καλύτερη προσφορά.

Λεξικό Δέντρο

airfare

air

+

fare

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store