Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Airfare
01
το εισιτήριο αεροπλάνου, το κόστος πτήσης
the price of a flight
Παραδείγματα
The airfare to Paris was surprisingly affordable during the off-peak season.
Το έναρμα αεροπορικού εισιτηρίου για το Παρίσι ήταν εκπληκτικά προσιτό κατά την αδύναμη περίοδο.
He compared airfare from multiple airlines to find the best deal.
Σύγκρινε τις τιμές αεροπορικών εισιτηρίων από πολλές αεροπορικές εταιρείες για να βρει την καλύτερη προσφορά.



























