Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
negligently
01
αμελώς
in a careless way that causes harm or fails to meet expected duty
Παραδείγματα
The surgeon had acted negligently by failing to check the patient's chart.
Ο χειρουργός είχε ενεργήσει αμελώς μη ελέγχοντας το φάκελο του ασθενούς.
He was found guilty of having negligently left the machinery running overnight.
Κρίθηκε ένοχος που αμελώς άφησε τα μηχανήματα σε λειτουργία όλη τη νύχτα.
02
απρόσεκτα, αμελώς
in a casually relaxed or unconcerned manner
Παραδείγματα
He negligently flicked his cigarette into the street.
Αυτός αμελώς πέταξε το τσιγάρο του στο δρόμο.
The artist sat negligently on a stool, her brush moving with lazy precision.
Η καλλιτέχνις κάθισε αμελώς σε ένα σκαμνί, το πινέλο της κινούμενο με τεμπέλικη ακρίβεια.
Λεξικό Δέντρο
negligently
negligent
neglig



























