Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
negotiable
01
διαπραγματεύσιμος, μεταβιβάσιμος
transferable to others in exchange for something
02
διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος
able to be changed to discussed in order for an agreement to be reached
Παραδείγματα
The price of the car is negotiable if you make a reasonable offer.
Η τιμή του αυτοκινήτου είναι διαπραγματεύσιμη εάν κάνετε μια λογική προσφορά.
The terms of the contract are negotiable before signing.
Οι όροι της σύμβασης είναι διαπραγματεύσιμοι πριν από την υπογραφή.
03
διαπραγματεύσιμος, μεταβιβάσιμος
capable of being passed or negotiated



























