Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nervelessly
01
με ψυχραιμία, απαθώς
in a calm, unshaken, or emotionless way
Παραδείγματα
She nervelessly approached the podium and began her speech without a quiver.
Πλησίασε το βήμα χωρίς νεύρα και άρχισε την ομιλία της χωρίς τρέμουλο.
The goalkeeper nervelessly blocked the final penalty shot.
Ο τερματοφύλακας απέκρουσε ψύχραιμα το τελευταίο πέναλτι.
Λεξικό Δέντρο
nervelessly
nerveless
nerve



























