Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
colossal
01
κολοσσιαίος, γιγαντιαίος
extremely large in size or scale
Παραδείγματα
The ancient ruins revealed the remains of a colossal structure that once stood as a testament to architectural marvels.
Τα αρχαία ερείπια αποκάλυψαν τα απομεινάρια μιας κολοσσιαίας δομής που κάποτε στέκονταν ως απόδειξη των αρχιτεκτονικών θαυμάτων.
The scientist discovered a colossal iceberg floating in the polar waters, dwarfing the surrounding ice formations.
Ο επιστήμονας ανακάλυψε έναν κολοσσιαίο παγόβουνο που επιπλέει στα πολικά νερά, υποβαθμίζοντας τους γύρω πάγους.
Παραδείγματα
The project faced a colossal challenge, requiring immense resources and effort.
Το έργο αντιμετώπισε μια τεράστια πρόκληση, που απαιτούσε τεράστιους πόρους και προσπάθεια.
She felt a colossal sense of relief after the successful resolution of the issue.
Ένιωσε μια τεράστια αίσθηση ανακούφισης μετά την επιτυχή επίλυση του προβλήματος.



























