Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Colt
01
πουλάρι, νέος επιβήτορας
a young male horse under the age of four which is not castrated
02
ένα είδος περίστροφου, ένας τύπος περίστροφου
a kind of revolver
Λεξικό Δέντρο
coltish
colt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πουλάρι, νέος επιβήτορας
ένα είδος περίστροφου, ένας τύπος περίστροφου
Λεξικό Δέντρο