Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bronzed
01
μαυρισμένος, μπρούντζινος
having skin that is suntanned and turned brownish in an attractive way
Παραδείγματα
Her bronzed complexion was a result of spending hours at the beach.
Το μαυρισμένο χρώμα του δέρματός της ήταν το αποτέλεσμα της πάρα πολλής ώρας στην παραλία.
The statue had a smooth, bronzed finish that gleamed in the sunlight.
Το άγαλμα είχε μια λεία, μπρούντζινη επίστρωση που έλαμπε στον ήλιο.
Λεξικό Δέντρο
bronzed
bronze



























