Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
suntanned
01
μαυρισμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
(of a person's skin) having a dark color after being exposed to the sun
Παραδείγματα
His suntanned face and arms were evidence of his love for outdoor activities like hiking and swimming.
Το μαυρισμένο πρόσωπο και τα χέρια του ήταν απόδειξη της αγάπης του για τις υπαίθριες δραστηριότητες όπως η πεζοπορία και η κολύμβηση.
She returned from her tropical vacation with a beautifully suntanned complexion, the result of lounging by the pool for hours.
Επέστρεψε από τις τροπικές της διακοπές με μια όμορφα μαυρισμένη επιδερμίδα, αποτέλεσμα της ξάπλας δίπλα στην πισίνα για ώρες.
Λεξικό Δέντρο
suntanned
suntan



























