Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blunted
Παραδείγματα
After years of disappointment, her blunted sense of optimism made it hard for her to get excited about new opportunities.
Μετά από χρόνια απογοήτευσης, η αμβλύ αίσθηση αισιοδοξίας της έκανε δύσκολο να ενθουσιαστεί για νέες ευκαιρίες.
The blunted awareness of the dangers around him led him to make reckless decisions.
Η αμβλύνουσα ευαισθησία για τους κινδύνους γύρω του τον οδήγησε να λάβει απερίσκεπτες αποφάσεις.
02
στουκωμένος, μπαφιασμένος
intoxicated or high from smoking cannabis
Παραδείγματα
He was blunted after finishing the joint.
She gets blunted every time she hits the vape.
Μπαίνει** κάθε φορά που ρουφάει το ηλεκτρονικό τσιγάρο.
Λεξικό Δέντρο
blunted
blunt



























