Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wickedly
01
κακοήθως, πανούργα
in a manner that is morally bad or evil
Παραδείγματα
He wickedly deceived his closest friends.
Αυτός κακιά εξαπάτησε τους πιο κοντινούς του φίλους.
The villain wickedly plotted against the innocent villagers.
Ο κακός κακεντρέχεια συνωμοτήθηκε εναντίον των αθώων χωρικών.
02
κακούργα, παιχνιδιάρικα
in a teasing or playfully naughty way
Παραδείγματα
He wickedly winked at his sister before pulling the prank.
Πανούργα, έκανε νόημα στο μάτι της αδερφής του πριν κάνει τη φάρσα.
Jane wickedly whispered a secret that made everyone laugh.
Η Τζέιν ψιθύρισε κακούργα ένα μυστικό που έκανε όλους να γελάσουν.
03
διαβολικά, τρομερά
to a very high or extreme degree
Dialect
American
Παραδείγματα
The coffee was wickedly strong this morning.
Ο καφές ήταν τρομερά δυνατός σήμερα το πρωί.
We were wickedly exhausted after the marathon.
Ήμασταν τρομερά εξαντλημένοι μετά τον μαραθώνιο.
Λεξικό Δέντρο
wickedly
wicked



























