Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
naughtily
01
κακότροπα, παιχνιδιάρικα
in a disobedient, playful, or mildly improper manner
Παραδείγματα
The toddler giggled naughtily after scribbling on the wall.
Το μικρό παιδί γέλασε άτακτα αφού ζωγράφισε στον τοίχο.
She naughtily peeked at her birthday presents before the party.
Εκείνη ατακτικά κρυφοκοίταξε τα δώρα γενεθλίων της πριν από το πάρτι.
Λεξικό Δέντρο
naughtily
naughty
naught



























