Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mischievously
01
παιχνιδιάρικα, κακούργα
in a way that shows playful disobedience or naughtiness
Παραδείγματα
The child grinned mischievously after hiding his sister's toy.
Το παιδί χαμογέλασε κακούργα αφού έκρυψε το παιχνίδι της αδερφής του.
She winked mischievously and slipped the note under his book.
Κλείδωσε κακοήθως το μάτι της και γλίστρησε το σημείωμα κάτω από το βιβλίο του.
Λεξικό Δέντρο
mischievously
mischievous



























