Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to misconduct
01
συμπεριφέρομαι άσχημα, κάνω κακή συμπεριφορά
behave badly
02
κακή διαχείριση, ανίκανη διαχείριση
manage badly or incompetently
Misconduct
Παραδείγματα
The employee was fired for misconduct after violating company policies.
Ο εργαζόμενος απολύθηκε για κακή συμπεριφορά μετά την παραβίαση των πολιτικών της εταιρείας.
The teacher 's misconduct led to a formal investigation.
Η κακή συμπεριφορά του δασκάλου οδήγησε σε επίσημη έρευνα.
02
κακή διαχείριση, κακή συμπεριφορά
bad or dishonest management by persons supposed to act on another's behalf
Λεξικό Δέντρο
misconduct
conduct
conduce



























