Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Miscreant
01
κακοποιός, παραβάτης
someone who behaves badly or immorally
Παραδείγματα
The police arrested the miscreant responsible for the theft.
Η αστυνομία συνέλαβε τον κακοποιό που ήταν υπεύθυνος για την κλοπή.
That miscreant lied to everyone he met.
Αυτός ο κακοποιός είπε ψέματα σε όλους που γνώρισε.
miscreant
01
εγκληματικός, κακόβουλος
behaving in a wicked, criminal, or otherwise objectionable manner
Παραδείγματα
They were punished for their miscreant behavior.
Τιμωρήθηκαν για τη εγκληματική τους συμπεριφορά.
The miscreant gang caused chaos in the city.
Η συμμορία των κακοποιών προκάλεσε χάος στην πόλη.



























