Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
upfront
01
άμεσος, ειλικρινής
direct and honest in communication, especially regarding challenging or sensitive matters
Παραδείγματα
She appreciated his upfront approach to discussing potential challenges in the project.
Εκτίμησε την ευθεία προσέγγισή του στη συζήτηση πιθανών προκλήσεων του έργου.
His upfront admission of his mistake earned him respect from his colleagues.
Η ειλικρινής παραδοχή του λάθους του του χάρισε τον σεβασμό των συναδέλφων του.
upfront
Παραδείγματα
The company requires a deposit paid upfront before starting the project.
Η εταιρεία απαιτεί μια προκαταβολή που πληρώνεται εκ των προτέρων πριν από την έναρξη του έργου.
He agreed to pay half of the total amount upfront.
Συμφώνησε να πληρώσει το μισό του συνολικού ποσού προκαταβολικά.



























