upheat
u
ʌ
α
pheat
ˈphi:t
πχητ
British pronunciation
/ʌphˈiːt/

Ορισμός και σημασία του "upheat"στα αγγλικά

01

αισιοδοξος, χαρούμενος

having a positive, cheerful, or optimistic attitude or mood
example
Παραδείγματα
Her upheat personality made her a favorite among her coworkers, always bringing positivity to the office.
Η χαρούμενη προσωπικότητά της την έκανε αγαπητή μεταξύ των συναδέλφων της, φέρνοντας πάντα θετική ενέργεια στο γραφείο.
Despite the setbacks, he remained upheat, confident that things would eventually work out in their favor.
Παρά τις αναποδιές, παρέμεινε αισιόδοξος, πεπεισμένος ότι τελικά τα πράγματα θα λειτουργούσαν υπέρ τους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store