Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unverbalized
01
απρόφερτος, υπονοούμενος
understood or implied without being directly expressed or communicated verbally
Παραδείγματα
The unverbalized agreement between them made their actions align perfectly.
Η άρρητη συμφωνία μεταξύ τους έκανε τις πράξεις τους να ευθυγραμμίζονται τέλεια.
His unverbalized concerns were visible through his careful, deliberate approach to the task.
Οι απρόφορες ανησυχίες του ήταν ορατές μέσα από την προσεκτική, σκόπιμη προσέγγισή του στην εργασία.
Λεξικό Δέντρο
unverbalized
verbalized
...
verb



























