Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unstated
01
απροσδιόριστος, σιωπηρός
not clearly said or explained
Παραδείγματα
The unstated goal of the project was to increase customer satisfaction.
Ο ανείπωτος στόχος του έργου ήταν η αύξηση της ικανοποίησης των πελατών.
His unstated assumption was that everyone would attend the meeting, which led to confusion when some did not show up.
Η ανείπωτη υπόθεσή του ήταν ότι όλοι θα παρευρίσκονταν στη συνάντηση, κάτι που οδήγησε σε σύγχυση όταν κάποιοι δεν εμφανίστηκαν.
Λεξικό Δέντρο
unstated
stated
state



























