Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsteady
01
ασταθής, τρεμουλιαστός
not stable, shaky, or likely to move or fall
Παραδείγματα
The unsteady ladder made me nervous as I climbed.
Η ασταθής σκάλα με έκανε νευρικό καθώς ανέβαινα.
Her hands were unsteady as she poured the hot tea.
Τα χέρια της ήταν ασταθή καθώς έριχνε το ζεστό τσάι.
02
ασταθής, μεταβλητός
subject to change or variation
Λεξικό Δέντρο
unsteady
steady
stead



























